- εδώ
- (Μ ἐδῶ) επίρρ.1. τοπ. σε αυτόν τον τόπο, σε αυτό το σημείο2. χρον. τότε, αυτή τη στιγμήνεοελλ.1. με τα μόρια μέχρι(ς), έως, ώς είτε επιτατ. για δήλωση ακριβούς καθορισμού είτε αοριστολ. για ηπιότερη έκφραση («ώς εδώ και μη παρέκει», «έλα ώς εδώ»)2. με τις προθ. προς, από και κατά («απ' εδώ», «έλα κατά δω»)3. (με τοπ. σημ. για κίνηση απολύτως ή με την πρόθεση απόαπ' αυτόν τον τόπο, μέσα απ' αυτό το μέρος («φύγε απ' εδώ»)4. «απ' εδώ» — σε συνεκφορά με ουσ. προσ. αντί για τη δεικτ. αντων. («η κυρία απ' εδώ»)5. εδώ με δεικτ. αντων. ως επιτατικό («αυτό εδώ το παλιόπαιδο»)6. σε σύνθεση με τα μόρια δα, ναεδωδά, εδωνά7. ως ουσ. ο εξαποδώδιάβολος, σατανάςμσν.στην επίγεια ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε πιθ. από έδω < αρχ. ώδε, με αντιμετάθεση ή και καταβιβασμό τού τόνου κατά το εκεί ή < *εδώε < *εδώδε με συμφυρμό τών έδε και ώδε, υπόθεση που είναι λιγότερη πιθανή από την πρώτη].
Dictionary of Greek. 2013.